Anonymous

ἐπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
|lstext='''ἐπεισπίπτω''': καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, [[εἰσπίπτω]], εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, [[εἰσβάλλω]], ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) [[πίπτω]] [[ἐπάνω]] τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber l’un après l’autre <i>ou</i> à coups redoublés sur;<br /><b>2</b> faire irruption dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπίπτω]].
}}
}}