3,274,216
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύμῑνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κύμνος», Λατ. cuminum, Σώφρων (42) ἐν Mus. Cr. 2. σ. 350, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387 ἐχρησίμευεν ὡς ἄρτυμα ἢ [[ἥδυσμα]] ἐδεσμάτων, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίῳ» 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 6, κτλ.· ― παροιμ. ἐπὶ φειδωλοῦ ἀνθρώπου (ἴδε τὸ ἑπομ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 363. Πρβλ. τὸ Ἑβρ. Kammôn). | |lstext='''κύμῑνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κύμνος», Λατ. cuminum, Σώφρων (42) ἐν Mus. Cr. 2. σ. 350, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387 ἐχρησίμευεν ὡς ἄρτυμα ἢ [[ἥδυσμα]] ἐδεσμάτων, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίῳ» 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 6, κτλ.· ― παροιμ. ἐπὶ φειδωλοῦ ἀνθρώπου (ἴδε τὸ ἑπομ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 363. Πρβλ. τὸ Ἑβρ. Kammôn). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=cumin, <i>plante et graine qui servait comme assaisonnement</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit. | |||
}} | }} |