Anonymous

κύμινον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύμῑνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κύμνος», Λατ. cuminum, Σώφρων (42) ἐν Mus. Cr. 2. σ. 350, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387 ἐχρησίμευεν ὡς ἄρτυμα ἢ [[ἥδυσμα]] ἐδεσμάτων, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίῳ» 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 6, κτλ.· ― παροιμ. ἐπὶ φειδωλοῦ ἀνθρώπου (ἴδε τὸ ἑπομ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 363. Πρβλ. τὸ Ἑβρ. Kammôn).
|lstext='''κύμῑνον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «κύμνος», Λατ. cuminum, Σώφρων (42) ἐν Mus. Cr. 2. σ. 350, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387 ἐχρησίμευεν ὡς ἄρτυμα ἢ [[ἥδυσμα]] ἐδεσμάτων, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίῳ» 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 6, κτλ.· ― παροιμ. ἐπὶ φειδωλοῦ ἀνθρώπου (ἴδε τὸ ἑπομ.), Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 363. Πρβλ. τὸ Ἑβρ. Kammôn).
}}
{{bailly
|btext=cumin, <i>plante et graine qui servait comme assaisonnement</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit.
}}
}}