Anonymous

ἀσύμφορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
|lstext='''ἀσύμφορος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, [[ἀνωφελής]], [[ἀπρόσφορος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: [[μετὰ]] δοτ. μὴ συντελῶν [[πρός]] τι, [[ἐναντίος]] εἴς τι, [[βλαπτικός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν [[ἔθος]] εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inutile, nuisible;<br /><i>Sp.</i> ἀσυμφορώτατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμφορος]].
}}
}}