Anonymous

πολυκύμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκύμων''': -ον, γεν. ονος, (κύω, [[κῦμα]]) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, [[πολυτάραχος]], [[πόντος]] Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
|lstext='''πολῠκύμων''': -ον, γεν. ονος, (κύω, [[κῦμα]]) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, [[πολυτάραχος]], [[πόντος]] Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />aux flots agités, houleux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῦμα]].
}}
}}