3,270,802
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῠραυλέω''': ζῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον, [[διατρίβω]] ἐκτὸς τῆς οἰκίας εἰς ἀνοικτὸν τόπον, Πλάτ. Πολιτ. 272Α, Νόμ.. 695Α, Ξεν. Οἰκ. 7, 30, Ἰσοκρ. 132Α, κτλ.· ἰδίως ἐν πολέμῳ, ζῶ ἐν στρατοπέδῳ, Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11. Πλούτ. Καίσαρι 17, κτλ. ΙΙ. [[αὐλίζομαι]] ἢ [[περιμένω]] παρὰ τὴν θύραν τινός, ἐπὶ ἐραστῶν ἀναμενόντων τὰς ἐρωμένας αὐτῶν, Πλούτ. 2. 759Β, Φίλων 1. 306, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ Ruhnk. εἰς Τίμ. | |lstext='''θῠραυλέω''': ζῶ εἰς τὸ ὕπαιθρον, [[διατρίβω]] ἐκτὸς τῆς οἰκίας εἰς ἀνοικτὸν τόπον, Πλάτ. Πολιτ. 272Α, Νόμ.. 695Α, Ξεν. Οἰκ. 7, 30, Ἰσοκρ. 132Α, κτλ.· ἰδίως ἐν πολέμῳ, ζῶ ἐν στρατοπέδῳ, Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 11. Πλούτ. Καίσαρι 17, κτλ. ΙΙ. [[αὐλίζομαι]] ἢ [[περιμένω]] παρὰ τὴν θύραν τινός, ἐπὶ ἐραστῶν ἀναμενόντων τὰς ἐρωμένας αὐτῶν, Πλούτ. 2. 759Β, Φίλων 1. 306, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ Ruhnk. εἰς Τίμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> passer la nuit à la porte de qqn;<br /><b>2</b> camper <i>ou</i> coucher en plein air <i>en parl. de troupes</i>;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> vivre en plein air, rester sur sa porte (à ne rien dire, à bavarder, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[θύραυλος]]. | |||
}} | }} |