Anonymous

ἀντισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντισχῡρίζομαι''': μέσ., [[διισχυρίζομαι]] τὸ [[ἐναντίον]], Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 535Ε.
|lstext='''ἀντισχῡρίζομαι''': μέσ., [[διισχυρίζομαι]] τὸ [[ἐναντίον]], Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 535Ε.
}}
{{bailly
|btext=persister à soutenir une opinion contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἰσχυρίζομαι.
}}
}}