Anonymous

ἀνωθέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωθέω''': μέλλ. ἀνώσω: - ὠθῶ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ἐμπρός, ἀνώσαντες [δηλ. τὴν ναῦν] πλέον ἐς πόλιν, ὠθήσαντες αὐτὴν μακρὰν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ἔπλεον εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ο. 553· - ὡς τὸ Λατ. protrudere in altum, μηδ’ ἐς τοὺς πολεμίους ἀνῶσαι [τὴν πόλιν], [[μηδὲ]] ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας, «[[μηδὲ]] νὰ τὴν κάμετε νὰ πέση εἰς τὰ χέρια τῶν εχθρῶν» Θουκ. 8. 93: - Παθ., ὠθοῦμαι πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 4, 3. 2) ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839· [[πέμπω]] [[ὀπίσω]], [[ὅστις]] σῖτον… ἐπαχθέντα ἀνωθεοίη Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 51: - Μέσ., ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], οὗτοι ἦσαν οἱ… βασιλέα… ἀνωσάμενοι Ἡρόδ. 7. 139, πρβλ. 8. 109.
|lstext='''ἀνωθέω''': μέλλ. ἀνώσω: - ὠθῶ πρὸς τὰ ἄνω ἢ ἐμπρός, ἀνώσαντες [δηλ. τὴν ναῦν] πλέον ἐς πόλιν, ὠθήσαντες αὐτὴν μακρὰν ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ἔπλεον εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ο. 553· - ὡς τὸ Λατ. protrudere in altum, μηδ’ ἐς τοὺς πολεμίους ἀνῶσαι [τὴν πόλιν], [[μηδὲ]] ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν ἐς τὰς τῶν πολεμίων χεῖρας, «[[μηδὲ]] νὰ τὴν κάμετε νὰ πέση εἰς τὰ χέρια τῶν εχθρῶν» Θουκ. 8. 93: - Παθ., ὠθοῦμαι πρὸς τὰ ἄνω, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 4, 3. 2) ὠθῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839· [[πέμπω]] [[ὀπίσω]], [[ὅστις]] σῖτον… ἐπαχθέντα ἀνωθεοίη Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 51: - Μέσ., ἀπωθῶ, [[ἀποκρούω]], οὗτοι ἦσαν οἱ… βασιλέα… ἀνωσάμενοι Ἡρόδ. 7. 139, πρβλ. 8. 109.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pousser vers la haute mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνωθέομαι-οῦμαι repousser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὠθέω]].
}}
}}