Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄοπλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀσπίδος, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ (πρβλ. [[ὁπλίτης]]), Θουκ. 4.9· κτλ.: ἐν γένει, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Πρωτ. 321C· τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, ὅ ἐ. τὰ νῶτα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ἅρμα ἄοπλ., ἅρμα, [[ὄχημα]] πολεμικὸν [[ἄνευ]] δρεπάνων, [[αὐτόθι]] 6. 4, 16· ἐπὶ πλοίων, τὸ μὴ ὡπλισμένον, μὴ ἐξηρτυμένον πρὸς πόλεμον, Πολύβ. 2. 12, 3. ― Ἐπίρρ. -ως, Βυζ. ― Πρβλ. [[ἄνοπλος]], [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μεταγενέστερος καὶ οὐχὶ τόσον [[δόκιμος]] [[τύπος]], ἴδε Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ. ἐν λ.
|lstext='''ἄοπλος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἀσπίδος, ὁ [[ἄνευ]] τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ (πρβλ. [[ὁπλίτης]]), Θουκ. 4.9· κτλ.: ἐν γένει, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Πρωτ. 321C· τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, ὅ ἐ. τὰ νῶτα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ἅρμα ἄοπλ., ἅρμα, [[ὄχημα]] πολεμικὸν [[ἄνευ]] δρεπάνων, [[αὐτόθι]] 6. 4, 16· ἐπὶ πλοίων, τὸ μὴ ὡπλισμένον, μὴ ἐξηρτυμένον πρὸς πόλεμον, Πολύβ. 2. 12, 3. ― Ἐπίρρ. -ως, Βυζ. ― Πρβλ. [[ἄνοπλος]], [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μεταγενέστερος καὶ οὐχὶ τόσον [[δόκιμος]] [[τύπος]], ἴδε Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ. ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans bouclier, sans armes ; [[ἅρμα]] ἄοπλον XÉN char non armé de faux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὅπλον]].
}}
}}