Anonymous

ἀπαλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλλᾰγή''': ἡ, (ἀπαλλάσω) [[ἀπελευθέρωσις]], «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν [[πέρας]] οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει [[διακοπή]], τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν [[ὄνομα]] ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, [[μέσον]] πρὸς ἀναχώρησιν, [[διαφυγή]], [[ὑποχώρησις]]. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· [[τέλος]] τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία [[ἀναχώρησις]], ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο [[ἀλλήλων]], χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς [[ἀποδημία]] Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, [[ἀπαλλαγή]], [[θάνατος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.
|lstext='''ἀπαλλᾰγή''': ἡ, (ἀπαλλάσω) [[ἀπελευθέρωσις]], «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν [[πέρας]] οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει [[διακοπή]], τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν [[ὄνομα]] ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, [[μέσον]] πρὸς ἀναχώρησιν, [[διαφυγή]], [[ὑποχώρησις]]. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· [[τέλος]] τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία [[ἀναχώρησις]], ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο [[ἀλλήλων]], χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς [[ἀποδημία]] Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, [[ἀπαλλαγή]], [[θάνατος]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> séparation ; [[ἀπαλλαγή]] [[τοῦ]] βίου XÉN séparation d’avec la vie, mort ; <i>particul.</i> retraite des combattants qui se séparent les uns des autres ; divorce;<br /><b>2</b> moyen d’échapper, délivrance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαλλάττω]].
}}
}}