Anonymous

ἀνωρύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωρύομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ὠρύομαι]] ἰσχυρῶς, [[κραυγάζω]] [[μετὰ]] ὠρυγῆς, [[πένθος]] δ’, οὐχ Ὑμέναιον ἀνωρύοντο γονῆες Ἀνθ. Π. 7. 468· μυκηθμῷ τινι προσεοικὸς ἀνωρύετο Ἡλιόδ. 10. 16.
|lstext='''ἀνωρύομαι''': [ῡ], ἀποθ., [[ὠρύομαι]] ἰσχυρῶς, [[κραυγάζω]] [[μετὰ]] ὠρυγῆς, [[πένθος]] δ’, οὐχ Ὑμέναιον ἀνωρύοντο γονῆες Ἀνθ. Π. 7. 468· μυκηθμῷ τινι προσεοικὸς ἀνωρύετο Ἡλιόδ. 10. 16.
}}
{{bailly
|btext=pousser des hurlements.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὠρύομαι]].
}}
}}