Anonymous

ἀπανύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπανύω''': μέλλ. -ύσω [ῠ]: τελειώνω ἐντελῶς, τελῶ, [[νῆες]] ἀπήνυσαν [[οἴκαδε]] (ἐνν. ὁδόν), τὰ πλοῖα ἐτέλεσαν τὸν πρὸς τὴν πατρίδα πλοῦν, Ὀδ. Ἠλ. 326: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 5. 1.
|lstext='''ἀπανύω''': μέλλ. -ύσω [ῠ]: τελειώνω ἐντελῶς, τελῶ, [[νῆες]] ἀπήνυσαν [[οἴκαδε]] (ἐνν. ὁδόν), τὰ πλοῖα ἐτέλεσαν τὸν πρὸς τὴν πατρίδα πλοῦν, Ὀδ. Ἠλ. 326: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 5. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀπήνυσα, <i>ao. Pass.</i> ἀπηνύσθην;<br />achever (<i>s.e.</i> ὁδόν) un voyage, arriver au terme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀνύω]].
}}
}}