3,277,807
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄοζος''': ὁ, = [[θεράπων]], [[ὑπηρέτης]], ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, [[μάγιρος]], - ὑπηρέτας, - [[ἄοζος]] - [[οἰνοχόος]] Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ [[ῥῆμα]] [[ἀοσσέω]]· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = [[ἀκόλουθος]]), «[[ἄοζος]], [[ὑπηρέτης]], [[διάκονος]]» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249). | |lstext='''ἄοζος''': ὁ, = [[θεράπων]], [[ὑπηρέτης]], ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, [[μάγιρος]], - ὑπηρέτας, - [[ἄοζος]] - [[οἰνοχόος]] Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ [[ῥῆμα]] [[ἀοσσέω]]· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = [[ἀκόλουθος]]), «[[ἄοζος]], [[ὑπηρέτης]], [[διάκονος]]» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />serviteur dans un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et [[ὁδός]], <i>litt.</i> « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός. | |||
}} | }} |