3,258,334
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1. | |lstext='''ἀνυπότακτος''': -ον, ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, μ. δοτ., οὐδὲν ἀφῆκεν αὐτῷ ἀνυπότακτον Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. β΄, 8: - [[ἀπεριόριστος]], [[ἐλεύθερος]], Φίλων 1. 473. 2) ἄτακτος, συγκεχυμένος, [[δυσκατάληπτος]], [[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίνεται ἡ [[διήγησις]] Πολύβ. 3. 36, 4. ΙΙ. ὁ μὴ ὑποτασσόμενος, [[ἀπειθής]], ταραχώδης, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Α΄, α΄, 9, πρὸς Τίτ. α΄, 6 καὶ 10, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 10, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non soumis, insubordonné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑποτάσσω]]. | |||
}} | }} |