Anonymous

ἀπαραμύθητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.
|lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inexorable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παραμυθέομαι]].
}}
}}