Anonymous

ἀπαξιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαξιόω''': [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον, δὲν [[ἀναγνωρίζω]], Λατ. dedignari, τι ἢ τινα Θουκ. 1. 5, Πολύβ. 1. 67, 13, κτλ.: - Ὡσαύτως, ἀπ. μή, μετ’ ἀπαρ., Παυσ. 10. 14, 6. 2) ἀπ. τί τινος, θεωρῶ τι ἀνάξιόν τινος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 1· Λουκ. περὶ τοῦ Οἴκου 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο, ἐθεώρησεν αὐτὰς ἀναξίας τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 367: - Παθ., θεωροῦμαι ἀνάξιός τινος, λόγου Κλήμ. Ἀλ. 84.
|lstext='''ἀπαξιόω''': [[ἀπορρίπτω]] ὡς ἀνάξιον, δὲν [[ἀναγνωρίζω]], Λατ. dedignari, τι ἢ τινα Θουκ. 1. 5, Πολύβ. 1. 67, 13, κτλ.: - Ὡσαύτως, ἀπ. μή, μετ’ ἀπαρ., Παυσ. 10. 14, 6. 2) ἀπ. τί τινος, θεωρῶ τι ἀνάξιόν τινος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 1· Λουκ. περὶ τοῦ Οἴκου 2: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο, ἐθεώρησεν αὐτὰς ἀναξίας τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 367: - Παθ., θεωροῦμαι ἀνάξιός τινος, λόγου Κλήμ. Ἀλ. 84.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηξίωσα, <i>pf. Pass.</i> ἀπηξίωμαι;<br /><b>1</b> regarder comme indigne;<br /><b>2</b> repousser comme indigne, dédaigner;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαξιόομαι-οῦμαι juger indigne (de soi, de sa faveur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀξιόω]].
}}
}}