Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτιδόρπιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτιδόρπιος''': -ον, [[ἀρχαῖος]] Δωρ. [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τύπου προσ- [[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]]), ὁ ἀνήκων ἢ [[χρήσιμος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], ὄβριμον [[ἄχθος]] ὕλης..., ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς αὐτὸν πρὸς παρασκευὴν τοῦ δείπνου του, Ὀδ. Ι. 234, πρβλ. 249· [[ὕδωρ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1209· ― «τὰ ποτιδόρπια· = τὰ προσσίτια» Ἡσύχ.
|lstext='''ποτιδόρπιος''': -ον, [[ἀρχαῖος]] Δωρ. [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τύπου προσ- [[ὅστις]] [[εἶναι]] [[ἄχρηστος]]), ὁ ἀνήκων ἢ [[χρήσιμος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], ὄβριμον [[ἄχθος]] ὕλης..., ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ εἰς αὐτὸν πρὸς παρασκευὴν τοῦ δείπνου του, Ὀδ. Ι. 234, πρβλ. 249· [[ὕδωρ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1209· ― «τὰ ποτιδόρπια· = τὰ προσσίτια» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>dor.</i><br />propre à un repas.<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]] = [[πρός]], δόρπιον.
}}
}}