Anonymous

ἐξάρνησις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάρνησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, [[ἀπάρνησις]], [[ἀποκήρυξις]], τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.
|lstext='''ἐξάρνησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, [[ἀπάρνησις]], [[ἀποκήρυξις]], τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />dénégation, refus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαρνέομαι]].
}}
}}