Anonymous

δυσεξερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξερεύνητος''': -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.
|lstext='''δυσεξερεύνητος''': -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à découvrir <i>ou</i> à explorer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξερευνάω]].
}}
}}