Anonymous

εἰσθλίβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσθλίβω''': ῑ, [[θλίβω]], [[πιέζω]] [[ἐντός]], εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ [[ἐκθλίβω]] φαίνεται [[κάλλιον]] ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ [[λέξις]] [[ἔκθλιψις]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.
|lstext='''εἰσθλίβω''': ῑ, [[θλίβω]], [[πιέζω]] [[ἐντός]], εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ [[ἐκθλίβω]] φαίνεται [[κάλλιον]] ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ [[λέξις]] [[ἔκθλιψις]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. prés. Pass.</i> εἰσθλιβομένον;<br />faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[θλίβω]].
}}
}}