Anonymous

σταύρωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ.
|lstext='''σταύρωσις''': ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων [[περίφραξις]], Θουκ. 7. 25. ΙΙ. [[προσήλωσις]] εἰς σταυρόν, [[ἀνασκολόπισις]], Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enclore de palissades.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
}}