Anonymous

ἔξαψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαψις''': -εως, ἡ [[πρόσδεσις]], [[ἐπίδεσις]], Ἰάμβλιχ. ἐν Νικομ. 151D. ΙΙ. Τὸ ἐξάπτειν, [[καῦσις]], [[καυσώδης]] [[αἴσθησις]], ἔξαψιν ποιεῖν Ἱππ. 404. 27, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23· τὸ ἐξάπτεσθαι ὡς καὶ νῦν, [[ὀξυχολία]], [[ἔξαψις]] καρδίας, κτλ., Ζωναρ. 1456· ― ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[ἀνατολή]], Γαλήν. 2) τὸ ἀνάπτειν φῶτα, [[φωτοχυσία]], Ἰω. Μαλαλ. 206. 13.
|lstext='''ἔξαψις''': -εως, ἡ [[πρόσδεσις]], [[ἐπίδεσις]], Ἰάμβλιχ. ἐν Νικομ. 151D. ΙΙ. Τὸ ἐξάπτειν, [[καῦσις]], [[καυσώδης]] [[αἴσθησις]], ἔξαψιν ποιεῖν Ἱππ. 404. 27, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23· τὸ ἐξάπτεσθαι ὡς καὶ νῦν, [[ὀξυχολία]], [[ἔξαψις]] καρδίας, κτλ., Ζωναρ. 1456· ― ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[ἀνατολή]], Γαλήν. 2) τὸ ἀνάπτειν φῶτα, [[φωτοχυσία]], Ἰω. Μαλαλ. 206. 13.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enflammer, d’allumer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάπτω]]².
}}
}}