3,255,239
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπῆλυγξ''': -υγγος, ἡ, ([[σπέος]]) = [[σπήλαιον]], Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· [[πόντος]] ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια». | |lstext='''σπῆλυγξ''': -υγγος, ἡ, ([[σπέος]]) = [[σπήλαιον]], Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· [[πόντος]] ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υγγος (ἡ) :<br />caverne, antre, grotte.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> spelunca. | |||
}} | }} |