Anonymous

κληματίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλημᾰτίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κλῆμα]]· ἐν τῷ πληθ. ξύλα πρὸς καῦσιν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 728, 740, Θουκ. 7. 53, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10, κτλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι μὲ κληματοειδεῖς κλάδους, clematis, Διοσκ. 4. 7, Πλίν. 24. 89.
|lstext='''κλημᾰτίς''': -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[κλῆμα]]· ἐν τῷ πληθ. ξύλα πρὸς καῦσιν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 728, 740, Θουκ. 7. 53, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10, κτλ. ΙΙ. [[φυτόν]] τι μὲ κληματοειδεῖς κλάδους, clematis, Διοσκ. 4. 7, Πλίν. 24. 89.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />bois de sarment, bois sec.<br />'''Étymologie:''' [[κλῆμα]].
}}
}}