Anonymous

ἀπόλειψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολείπω]]) [[ἐγκατάλειψις]] ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]]. (πρβλ. [[ἀπολείπω]] ΙΙ., [[ἀπόπεμψις]]), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε [[ἀπογράφω]] ΙΙΙ. 2) [[αὐτόθι]] 17· [[ὡσαύτως]] ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., [[λιποταξία]], [[ἀπόδρασις]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, [[ἔλλειψις]], Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν [[ἐλάττωσις]], [[κατάπτωσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς σελήνης, [[ἐλάττωσις]], ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - [[θάνατος]], δοιὴ δὲ θνητῶν [[γένεσις]], δοιὴ δ’ [[ἀπόλειψις]] Ἐμπεδ. 64· [[οὕτως]] ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.
|lstext='''ἀπόλειψις''': -εως, ἡ, ([[ἀπολείπω]]) [[ἐγκατάλειψις]] ἐν τῇ ἀπολείψει τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 7. 75· [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ ἀνδρὸς ὑπὸ τῆς γυναικὸς [[αὐτοῦ]]. (πρβλ. [[ἀπολείπω]] ΙΙ., [[ἀπόπεμψις]]), Δημ 868. 1· ἀπόλειψιν ἀπογράφεσθαι (ἴδε [[ἀπογράφω]] ΙΙΙ. 2) [[αὐτόθι]] 17· [[ὡσαύτως]] ἀπὶ στρατιωτῶν, ναυτῶν κλ., [[λιποταξία]], [[ἀπόδρασις]], Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 28, Δημ. 1209. 26 ΙΙ. ἀμετάβ., ἀνεπάρκεια, [[ἔλλειψις]], Θουκ. 4. 126· ἐπὶ ποταμῶν [[ἐλάττωσις]], [[κατάπτωσις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 1· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς σελήνης, [[ἐλάττωσις]], ὁ αὐτ. περὶ Ζ. 2. 4, 9: - [[θάνατος]], δοιὴ δὲ θνητῶν [[γένεσις]], δοιὴ δ’ [[ἀπόλειψις]] Ἐμπεδ. 64· [[οὕτως]] ἀπ. τοῦ ζῆν Ὑπερείδ. Ἐπιτάφ. 136.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> abandon départ ; <i>particul.</i> abandon d’un poste militaire, désertion;<br /><b>II.</b> action de rester en arrière, de faire défaut, de manquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολείπω]].
}}
}}