Anonymous

εὐαγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐᾰγέω''': εἶμαι εὐαγῆς, [[ἅγιος]], [[καθαρός]], αὐτὸς δ’ εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσσιν [[ἅδοιμι]] Θεόκρ. 26.30· εὐαγέων καὶ αὐαγέεσσι μελοίμην Καλλ. εἰς Δῆλ. 98.
|lstext='''εὐᾰγέω''': εἶμαι εὐαγῆς, [[ἅγιος]], [[καθαρός]], αὐτὸς δ’ εὐαγέοιμι καὶ εὐαγέεσσιν [[ἅδοιμι]] Θεόκρ. 26.30· εὐαγέων καὶ αὐαγέεσσι μελοίμην Καλλ. εἰς Δῆλ. 98.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être pur <i>ou</i> saint, vivre saintement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εὐαγής]]¹.
}}
}}