3,277,226
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρέσβευμα''': τό, [[πρεσβευτής]], ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. [[παίδευμα]], κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α. | |lstext='''πρέσβευμα''': τό, [[πρεσβευτής]], ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. [[παίδευμα]], κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>collect.</i> les membres d’une ambassade, ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]]. | |||
}} | }} |