Anonymous

πρέσβευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρέσβευμα''': τό, [[πρεσβευτής]], ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. [[παίδευμα]], κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.
|lstext='''πρέσβευμα''': τό, [[πρεσβευτής]], ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. [[παίδευμα]], κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>collect.</i> les membres d’une ambassade, ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]].
}}
}}