Anonymous

δέρτρον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέρτρον''': τό, ([[δέρω]]) = ἐπίπλους ἢ ἐπίπλουν, ἡ μεμβρᾶνα, ἥτις περιβάλλει τὰ [[ἐντόσθια]], Λατ. omentum, Ἀντίμ. 107, Ἱππ. 1149Ε· ἐν Ὀδ. Λ. 579 οἱ γῦπες τοῦ Τιτυοῦ παριστάνονται ὡς [[δέρτρον]] ἔσω δύνοντες, [[ἔνθα]] τὸ [[δέρτρον]] ἔσω [[εἶναι]] ἀντὶ τοῦ εἰς [[δέρτρον]], [[μέχρι]] τῶν ἐντοσθίων, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ ἴδε ἐν λ. [[εἴσω]]. ΙΙ. ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[δέρτρον]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σουΐδ., Ε. Μ., κτλ., ὡς ἐπὶ τοῦ ῥάμφους τοῦ γυπὸς λεγόμενον· [[ὅθεν]] ὁ Λυκ. 880 μετεχειρίσθη τὴν λέξιν πρὸς δήλωσιν τοῦ αἰχμηροῦ, θρυλλιγμάτων δέρτρα, [[ὀξέα]] συντρίματα.
|lstext='''δέρτρον''': τό, ([[δέρω]]) = ἐπίπλους ἢ ἐπίπλουν, ἡ μεμβρᾶνα, ἥτις περιβάλλει τὰ [[ἐντόσθια]], Λατ. omentum, Ἀντίμ. 107, Ἱππ. 1149Ε· ἐν Ὀδ. Λ. 579 οἱ γῦπες τοῦ Τιτυοῦ παριστάνονται ὡς [[δέρτρον]] ἔσω δύνοντες, [[ἔνθα]] τὸ [[δέρτρον]] ἔσω [[εἶναι]] ἀντὶ τοῦ εἰς [[δέρτρον]], [[μέχρι]] τῶν ἐντοσθίων, πρβλ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ ἴδε ἐν λ. [[εἴσω]]. ΙΙ. ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[δέρτρον]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σουΐδ., Ε. Μ., κτλ., ὡς ἐπὶ τοῦ ῥάμφους τοῦ γυπὸς λεγόμενον· [[ὅθεν]] ὁ Λυκ. 880 μετεχειρίσθη τὴν λέξιν πρὸς δήλωσιν τοῦ αἰχμηροῦ, θρυλλιγμάτων δέρτρα, [[ὀξέα]] συντρίματα.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />membrane qui recouvre les intestins, épiploon.<br />'''Étymologie:''' [[δέρω]].
}}
}}