Anonymous

προαρπάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαρπάζω''': [[ἁρπάζω]] πρότερον, [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. [[ἀλλήλων]] τὸ λεγόμενον, [[ἐσπευσμένως]] νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.
|lstext='''προαρπάζω''': [[ἁρπάζω]] πρότερον, [[ὥσπερ]] [[ἰκτῖνος]] τὰ ὄψα Λουκ. Τίμ. 54· μεταφορ., πρ. [[ἀλλήλων]] τὸ λεγόμενον, [[ἐσπευσμένως]] νὰ προλαμβάνωμεν τὰ συμπεράσματα [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Γοργ. 454C· τὸ ζητούμενον πρ. ὡς ὁμολογούμενον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 157, πρβλ. Λουκ. Τόξ. 6. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=enlever d’avance <i>ou</i> auparavant ; <i>fig.</i> anticiper sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἁρπάζω]].
}}
}}