Anonymous

καταμαρτυρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter témoignage contre : τινος contre qqn;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être accablé par des témoignages.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαρτυρέω]].
}}
}}