3,277,719
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» [[Πολυδ]]. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20. | |lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» [[Πολυδ]]. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> lier en entourant d’une corde;<br /><b>2</b> entourer d’une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω. | |||
}} | }} |