Anonymous

περισχοινίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» [[Πολυδ]]. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.
|lstext='''περισχοινίζω''': περιδένω διὰ σχοινίου, ([[σχοῖνος]]), Κλήμ. Ἀλ. 800. ΙΙ. [[ἀποχωρίζω]] διὰ σχοινίου ὡς ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις δικαστηρίοις οἱ δικασταὶ ἐχωρίζοντο ἀπὸ τοῦ λαοῦ, «περισχοινίσαι τὸ [[δικαστήριον]], [[ὁπότε]] περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προσίῃ [[μηδείς]], ἀναπόπτευτος ὢν» [[Πολυδ]]. Η΄, 141, 20, 123, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 59 ― Μέσ., ἐπὶ τῆς βουλῆς τοῦ Ἀρείου Πάγου, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτὸν διὰ σχοινίου (τιθεμένου ἐν εἴδει φραγμοῦ), [[ὅταν]] ἐν τῇ βασιλείῳ στοᾷ καθεζομένη περισχοινίσηται Δημ. 776. 20.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier en entourant d’une corde;<br /><b>2</b> entourer d’une corde pour marquer une limite;<br /><i><b>Moy.</b></i> περισχοινίζομαι s’enfermer dans une enceinte réservée.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σχοινίζω.
}}
}}