Anonymous

ὀργιάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργιάζω''': μέλλ. -άσω, τελῶ [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· [[ὄργια]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, [[μετὰ]] θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ [[ἔμφρων]] ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ [[λατρεύω]] δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, [[εἰσάγω]] εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112.
|lstext='''ὀργιάζω''': μέλλ. -άσω, τελῶ [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· [[ὄργια]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, [[μετὰ]] θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ [[ἔμφρων]] ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ [[λατρεύω]] δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, [[εἰσάγω]] εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> célébrer des mystères ; <i>avec un rég.</i> :<br /><b>1</b> accomplir avec célébration de mystères : θυσίας PLUT des sacrifices;<br /><b>2</b> honorer par la célébration des mystères : θεόν PLUT un dieu;<br /><b>II.</b> initier à des mystères, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὄργιον]].
}}
}}