Anonymous

σκέπας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκέπας''': -αος, τό, ([[σκέπω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[σκέπη]], Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ [[σκέπας]], ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[σκέπη]] ἢ [[προφύλαξις]] ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), [[αὐτόθι]] 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως [[σκέπη]] (ὃ ἴδε), ἢ [[σκέπασμα]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπας]]· [[σκέπη]]. [[ὑποδοχή]]».
|lstext='''σκέπας''': -αος, τό, ([[σκέπω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], [[σκέπη]], Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ [[σκέπας]], ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· [[σκέπας]] ἀνέμοιο, [[σκέπη]] ἢ [[προφύλαξις]] ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), [[αὐτόθι]] 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως [[σκέπη]] (ὃ ἴδε), ἢ [[σκέπασμα]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σκέπας]]· [[σκέπη]]. [[ὑποδοχή]]».
}}
{{bailly
|btext=αος (τό) :<br />abri : ἀνέμοιο OD contre le vent.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. [[σκέπω]].
}}
}}