Anonymous

τίσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τίσις''': [ῐ], -εως, ἡ, (τίω) [[ἀπότισις]], [[ἀνταπόδοσις]], [[ἐκδίκησις]], τάχ’ ἄν ποτε καὶ [[τίσις]] εἴη Ὀδ. Β. 76· [[ἐπεὶ]] οὔ τι τίσιν γ’ ἔδεισας [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Χ. 19, κλπ· ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρείδαο, [[τιμωρία]], [[ἐκδίκησις]] διὰ τὸν φόνον [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Α. 40, κλπ.· [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., τίσιν δίδωμί τινος, τιμωροῦμαι διά τινα πρᾶξιν, Λατ. poenas dare, 8. 76· τίσιν ἐκτείνειν 6. 84· [[τίσις]] ἥκει 2. 152, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[τίνω]] Ι)· τιμωρίη τε καὶ τ. Ἡρόδ. 7. 8, 1· πρὸς κασιγνήτου τίσιν, [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδελφοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1329· ἐν τῷ πληθ., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον ([[ἔνθα]] δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς [[προσωποποίησις]], οἱονεὶ αἱ Ἐκδικήτριαι τοῦ Π., [[οἷον]] αἱ Ἐρινύες), Ἡρόδ. 3. 126, 128· τῶν τοιούτων τ. Πλάτ. Νόμ. 870D. 2) [[δύναμις]] πρὸς ἀνταπόδοσιν, ἐπί τε κακῆς καὶ καλῆς σημασίας, τ. φίλων τε... ἐχθρῶν τε Θέογν. 337, πρβλ. 345.
|lstext='''τίσις''': [ῐ], -εως, ἡ, (τίω) [[ἀπότισις]], [[ἀνταπόδοσις]], [[ἐκδίκησις]], τάχ’ ἄν ποτε καὶ [[τίσις]] εἴη Ὀδ. Β. 76· [[ἐπεὶ]] οὔ τι τίσιν γ’ ἔδεισας [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Χ. 19, κλπ· ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τ. ἔσσεται Ἀτρείδαο, [[τιμωρία]], [[ἐκδίκησις]] διὰ τὸν φόνον [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Α. 40, κλπ.· [[συχν]]. παρ’ Ἡροδ., τίσιν δίδωμί τινος, τιμωροῦμαι διά τινα πρᾶξιν, Λατ. poenas dare, 8. 76· τίσιν ἐκτείνειν 6. 84· [[τίσις]] ἥκει 2. 152, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[τίνω]] Ι)· τιμωρίη τε καὶ τ. Ἡρόδ. 7. 8, 1· πρὸς κασιγνήτου τίσιν, [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδελφοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1329· ἐν τῷ πληθ., Ὀροίτεα Πολυκράτεος τίσιες μετῆλθον ([[ἔνθα]] δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς [[προσωποποίησις]], οἱονεὶ αἱ Ἐκδικήτριαι τοῦ Π., [[οἷον]] αἱ Ἐρινύες), Ἡρόδ. 3. 126, 128· τῶν τοιούτων τ. Πλάτ. Νόμ. 870D. 2) [[δύναμις]] πρὸς ἀνταπόδοσιν, ἐπί τε κακῆς καὶ καλῆς σημασίας, τ. φίλων τε... ἐχθρῶν τε Θέογν. 337, πρβλ. 345.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />paiement, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> châtiment, punition, vengeance : [[τίσιν]] δοῦναί τινος HDT être puni pour qqe faute ; [[τίσιν]] ἐκτίνειν HDT infliger un châtiment ; <i>au plur.</i> [[αἱ]] [[Τίσιες]] <i>(ion.)</i> HDT les Furies vengeresses;<br /><b>2</b> rémunération, récompense, présent en retour.<br />'''Étymologie:''' [[τίω]], [[τίνω]].
}}
}}