Anonymous

ἀφώνητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφώνητος''': -ον, [[ἀνεκφώνητος]], ἀφωνήτῳ περ [[ἔμπας]] [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· [[δεσμός]], [[πόνος]] ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.
|lstext='''ἀφώνητος''': -ον, [[ἀνεκφώνητος]], ἀφωνήτῳ περ [[ἔμπας]] [[ἄχει]] Πινδ. Π. 4. 422. ΙΙ. [[ἄφωνος]], [[ἄλαλος]], πάρεσχε φωνὴν τοῖς ἀφ. Σοφ. Ο. Κ. 1283· [[δεσμός]], [[πόνος]] ἀφ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 44, 256.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans voix, muet.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φωνέω]].
}}
}}