Anonymous

ἐκτιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, γεννῶ πρὸ τοῦ καιροῦ, [[βρέφος]] Διόδ. 3. 64., 4. 2. 2) ἀπολ., [[ἀποβάλλω]], [[κάμνω]] ἀποβολήν, Ἡρόδ. 3. 32, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.
|lstext='''ἐκτιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, γεννῶ πρὸ τοῦ καιροῦ, [[βρέφος]] Διόδ. 3. 64., 4. 2. 2) ἀπολ., [[ἀποβάλλω]], [[κάμνω]] ἀποβολήν, Ἡρόδ. 3. 32, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἐκτρώσω]];<br />avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τιτρώσκω]].
}}
}}