Anonymous

φαντασιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαντᾰσιόω''': παρουσιάζω ἰνδάλματα εἰς τὸν νοῦν τινος, τινα Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 406· ― ἀπολ., [[αὐτόθι]] 397. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. φαντασιόομαι, ἔχω ἢ [[πλάττω]] ἰνδάλματα ἢ ἀναπαριστῶ τι, Ἀριστοτέλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 709C· ἔμψυχον φαντασιούμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφαντοσίωτον, Πλούτ. 2. 960D· ἡ [[διάνοια]] φ. διὰ τῶν αἰσθήσεων Σέξτ., Ἐμπ. Π. 2. 72· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, Πλούτ, 2. 236D, Φίλων τ. 1, σ. 55.
|lstext='''φαντᾰσιόω''': παρουσιάζω ἰνδάλματα εἰς τὸν νοῦν τινος, τινα Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 406· ― ἀπολ., [[αὐτόθι]] 397. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ. φαντασιόομαι, ἔχω ἢ [[πλάττω]] ἰνδάλματα ἢ ἀναπαριστῶ τι, Ἀριστοτέλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 709C· ἔμψυχον φαντασιούμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφαντοσίωτον, Πλούτ. 2. 960D· ἡ [[διάνοια]] φ. διὰ τῶν αἰσθήσεων Σέξτ., Ἐμπ. Π. 2. 72· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, Πλούτ, 2. 236D, Φίλων τ. 1, σ. 55.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire naître une imagination, une idée;<br /><i><b>Moy.</b></i> φαντασιόομαι-οῦμαι <i>(avec ao. Pass.)</i> se figurer, imaginer ; <i>particul.</i> se figurer qu’on voit, voir par l’imagination, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φαντασία]].
}}
}}