3,273,446
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γύλιος''': ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, [[εἶδος]] μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 [[ὡσαύτως]] γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ. | |lstext='''γύλιος''': ἢ γυλιὸς (Α. Β. 228, Ε. Μ. 244), ὁ, [[εἶδος]] μακρᾶς καὶ στενῆς πήρας (στρατιωτικῆς), Ἀριστοφ. Ἀχ. 1097, Εἰρ. 527 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Κριτίας 25, Φιλήμ. Ἰατρ. 1 [[ὡσαύτως]] γύλιον, τὸ, Ζωναρ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sac long et étroit où les soldats serraient certaines provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse ; pê rapport avec [[γύαλον]]. | |||
}} | }} |