3,277,055
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3. | |lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> gratter ; irriter;<br /><b>2</b> chatouiller.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]]. | |||
}} | }} |