Anonymous

κνήθω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.
|lstext='''κνήθω''': μέλλ. κνήσω, ([[κνάω]]) μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[κνάω]], ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. [[γαργαλίζω]], τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, [[αἰσθάνομαι]] κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> gratter ; irriter;<br /><b>2</b> chatouiller.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κνάω]].
}}
}}