3,273,762
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυμφεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· ([[νύμφη]])· - ἀνήκων εἰς νύμφην, [[νυμφικός]], [[γαμήλιος]], Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. [[δῶμα]]), τὸ, ὁ νυμφικὸς [[θάλαμος]], Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.<br />2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. [[ἱερά]]), τά, γαμήλιοι τελεταί, [[γάμος]], [[αὐτόθι]] 7· [[ἀλλά]], 3) νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου, ἡ [[νύμφη]] τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. | |lstext='''νυμφεῖος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· ([[νύμφη]])· - ἀνήκων εἰς νύμφην, [[νυμφικός]], [[γαμήλιος]], Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., [[ἐντεῦθεν]] ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. [[δῶμα]]), τὸ, ὁ νυμφικὸς [[θάλαμος]], Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.<br />2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. [[ἱερά]]), τά, γαμήλιοι τελεταί, [[γάμος]], [[αὐτόθι]] 7· [[ἀλλά]], 3) νυμφεῖα τοῦ [[σαυτοῦ]] τέκνου, ἡ [[νύμφη]] τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />de fiancée, de jeune femme ; τὸ [[νυμφεῖον]] ([[δῶμα]]) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα ([[ἱερά]]) cérémonie nuptiale, <i>ou</i> la fiancée, la mariée.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]]. | |||
}} | }} |