Anonymous

τεχνήμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνήμων''': -ον, [[μετὰ]] τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.
|lstext='''τεχνήμων''': -ον, [[μετὰ]] τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> travaillé avec art;<br /><b>2</b> ingénieux, habile.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]].
}}
}}