Anonymous

παραλείφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ [[ψώμισμα]] καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ [[παιδία]] παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.
|lstext='''παρᾰλείφω''': μέλλ. -ψω, [[ἀλείφω]] ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ [[ψώμισμα]] καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ [[παιδία]] παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=enduire le bord de, acc. ; <i>en gén.</i> enduire.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀλείφω]].
}}
}}