Anonymous

βραχύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρᾰχύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι βραχύ, [[συντομεύω]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
|lstext='''βρᾰχύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι βραχύ, [[συντομεύω]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> βραχυνῶ;<br />prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]].
}}
}}