3,273,446
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41. | |lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />apte à s’unir deux à deux.<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]]. | |||
}} | }} |