3,273,773
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαυλότης''': -ητος, ἡ, μηδαμινότης, [[εὐτέλεια]] [[πενιχρότης]], «προστυχιά», [[κακία]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 16· φ. τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· [[φαυλότης]] γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς [[αὐτόθι]] 8. 10, 3. 2) [[ἔλλειψις]] δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φ., ἡ ἐμὴ [[ἔλλειψις]] κρίσεως, ἡ ἐμὴ [[ἀκρισία]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλότης]], τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. [[φαῦλος]] ΙΙ. 4. | |lstext='''φαυλότης''': -ητος, ἡ, μηδαμινότης, [[εὐτέλεια]] [[πενιχρότης]], «προστυχιά», [[κακία]], ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, Πλάτ. Νόμ. 646Β, Ἰσοκρ. 71Β· τῆς στολῆς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 4, 5· τῶν βρωμάτων [[αὐτόθι]] 5. 2, 16· φ. τῆς χώρας, τὸ ἄγονον, Πλάτ. Νόμ 745D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιείκεια. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10, 5, 6· [[φαυλότης]] γάρ ἐστι μοναρχίας ἡ τυραννὶς [[αὐτόθι]] 8. 10, 3. 2) [[ἔλλειψις]] δεξιότητος ἢ ἱκανότητος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 837, Εὐρ. Ἀποσπ. 642· φ τῶν στρατηγῶν Δημ. 326. 27· ἡ ἐμὴ φ., ἡ ἐμὴ [[ἔλλειψις]] κρίσεως, ἡ ἐμὴ [[ἀκρισία]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζονα 286D. 3) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἁπλότης]], τὸ ἀνεπιτήδευτον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 30, Ἀγησ. 11, 11· πρβλ. [[φαῦλος]] ΙΙ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvais état d’une chose (d’un vêtement, d’aliments, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig. ou au sens mor.</i> sottise, stupidité ; <i>en b. part</i> simplicité.<br />'''Étymologie:''' [[φαῦλος]]. | |||
}} | }} |