Anonymous

περιτείχισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιτείχῐσις''': ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, [[ἀπόκλεισις]], Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.
|lstext='''περιτείχῐσις''': ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, [[ἀπόκλεισις]], Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’entourer de fortifications.<br />'''Étymologie:''' [[περιτειχίζω]].
}}
}}