3,270,389
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππιοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχόμενος, Ἰλ. Ω. 257, Ὀδ. Λ. 259, Ἡσ. Ἀποσπ. 23, 26 Göttl.· βραδύτερον [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 29. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππ. κλόνοι, ὁ [[θόρυβος]] τῆς συμπλοκῆς ἱππέων, [[αὐτόθι]] 106. Πρβλ. [[ἱπποχάρμης]]. | |lstext='''ἱππιοχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχόμενος, Ἰλ. Ω. 257, Ὀδ. Λ. 259, Ἡσ. Ἀποσπ. 23, 26 Göttl.· βραδύτερον [[ἀναβάτης]] ἵππου, [[ἱππεύς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 29. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππ. κλόνοι, ὁ [[θόρυβος]] τῆς συμπλοκῆς ἱππέων, [[αὐτόθι]] 106. Πρβλ. [[ἱπποχάρμης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui combat du haut d’un char;<br /><b>2</b> qui combat à cheval;<br /><b>3</b> <i>adj.</i> ἱππιοχάρμαι κλόνοι ESCHL tumulte d’un combat de chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππιος]], [[χάρμη]]. | |||
}} | }} |