Anonymous

περιρραγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρρᾰγής''': -ές, διερρωγὼς [[πανταχόθεν]], Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
|lstext='''περιρρᾰγής''': -ές, διερρωγὼς [[πανταχόθεν]], Ἀνθ. Π. 7. 542· περιρραγὴς τὰ χείλη, ἔχων τὰ χείλη πολὺ διεστηκότα, Κλήμ. Ἀλ. 186.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brisé tout autour;<br /><b>2</b> largement fendu <i>ou</i> écarté.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρήγνυμι]].
}}
}}