3,277,179
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακῠλίνδω''': ἢ -[[κυλίω]]: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- [[κυλίω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας [[ἄνωθεν]] Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα. | |lstext='''κατακῠλίνδω''': ἢ -[[κυλίω]]: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- [[κυλίω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας [[ἄνωθεν]] Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou mieux</i> [[κατακυλίω]];<br /><i>ao. Pass.</i> κατεκυλίσθην, part. <i>pf. Pass.</i> κατακεκυλισμένος;<br />faire rouler de haut en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κυλίνδω]]. | |||
}} | }} |