Anonymous

ὁμόχροος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], ἀντίθ. τῷ [[ποικίλος]]. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - [[οὕτως]], ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.<br />ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. [[ὁμόχροια]] ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.
|lstext='''ὁμόχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], ἀντίθ. τῷ [[ποικίλος]]. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ [[χρῶμα]], Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - [[οὕτως]], ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.<br />ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. [[ὁμόχροια]] ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὁμόχρους]].
}}
}}