3,271,244
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυπλᾰνής''': -ές, (πλανάομαι) ὁ μακρὰν ἢ ἐπὶ μακρὸν πλανώμενος, ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς (ἐξυπ. [[Μενέλαος]]) Εὐρ. Ἑλ. 204· π. [[εἶδος]] κτημάτων, ἀντίθετον τῷ ἀπλανές, Πλάτ. Πολιτικ. 285Α· π. [[κισσός]], ὁ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἁπλώνων τοὺς κλάδους του, Ἀνθ. Π. 6. 154· π. [[πορεία]], ἡ ἐκκλίνουσα, λοξοδρομοῦσα, Πλουτ. Κράσσ. 29· π. ἐν γράμμασι ὁ αὐτ. 2. 422D. ― Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ πλανώμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Ἱππ. 277, 54. ΙΙ. ὁ πολὺ πλανώμενος, σφαλλόμενος, ἢ ἐνεργ., ὁ πολὺ πλανῶν, ἐλπὶς Μουσαῖ. 75, Ἀνθ. Π. 9. 134. | |lstext='''πολυπλᾰνής''': -ές, (πλανάομαι) ὁ μακρὰν ἢ ἐπὶ μακρὸν πλανώμενος, ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς (ἐξυπ. [[Μενέλαος]]) Εὐρ. Ἑλ. 204· π. [[εἶδος]] κτημάτων, ἀντίθετον τῷ ἀπλανές, Πλάτ. Πολιτικ. 285Α· π. [[κισσός]], ὁ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἁπλώνων τοὺς κλάδους του, Ἀνθ. Π. 6. 154· π. [[πορεία]], ἡ ἐκκλίνουσα, λοξοδρομοῦσα, Πλουτ. Κράσσ. 29· π. ἐν γράμμασι ὁ αὐτ. 2. 422D. ― Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ πλανώμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, Ἱππ. 277, 54. ΙΙ. ὁ πολὺ πλανώμενος, σφαλλόμενος, ἢ ἐνεργ., ὁ πολὺ πλανῶν, ἐλπὶς Μουσαῖ. 75, Ἀνθ. Π. 9. 134. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui erre de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι. | |||
}} | }} |